- βρασίλα
- η обл1) см. βρασμός 1, 2; 2) жара, зной; 3) перен. возбуждённое состояние;
απάνω στη βρασίλα — а) сгоряча; — б) в расцвете (сил)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απάνω στη βρασίλα — а) сгоряча; — б) в расцвете (сил)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρασίλα — η 1. η βράση, ο βρασμός, η ζύμωση: Κόπηκε η βρασίλα του μούστου. 2. ο θυμός: Μη του μιλάς πάνω στη βρασίλα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)